Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυδένιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καρυδένιος, επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς:
    • τσι κασέλες τως τσι καρυδένιες (Λεηλ. Παροικ. 535).

[<ουσ. καρυδιά + κατάλ. ένιος. Η λ. στο Somav. (λ. ίτικος) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρυδένιος -α -ο [kariδénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς· κάρινος: Kρεβάτι καρυδένιο. 2. που έχει ως βασικό συστατικό ψίχα καρυδιού· καρυδάτος.

[μσν. καρυδένιος < καρύδ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες