Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυδάτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρυδάτα, επίρρ.
  • Με θόρυβο ανάλογο με κείνον των καρυδιών που σπάζουν:
    • να κλάνεις καρυδάτα (Διήγ. παιδ. 171).

[<επίθ. καρυδάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες