Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρυδάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρυδάς ο.
  • Πωλητής καρυδιών:
    • (Προδρ. III 197-10 χφφ PK κριτ. υπ).

[<ουσ. καρύδιν + κατάλ. άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες