Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρτάνα η.
-
- Τεταρταίος πυρετός:
- είχεν την καρτάναν και δεν ημπόρησε νά ’βρει υγείαν (Μαχ. 3820).
[<λατ. - ιταλ. quartana. Η λ. στο Du Cange και σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.)]
- Τεταρταίος πυρετός: