Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρσιλαμάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρσιλαμάς ο [karsilamás] Ο1 : είδος ανατολίτικου, αντικριστού, ζωηρού λαϊκού χορού.

[τουρκ. karşιlama (πρβ. καρσί)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go