Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρσί
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρσί [karsí] επίρρ. τοπ. : (λαϊκ.) απέναντι: Nα τον έχω ~ να του δείξω εγώ.

[τουρκ. karşι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρσιλαμάς ο [karsilamás] Ο1 : είδος ανατολίτικου, αντικριστού, ζωηρού λαϊκού χορού.

[τουρκ. karşιlama (πρβ. καρσί)]

[Λεξικό Κριαρά]
κάρσις η.
  • Κούρεμα:
    • της κεφαλής η κάρσις (Καλλίμ. 1502).

[μτγν. ουσ. κάρσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες