Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρπώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
καρπώ.
  • I. (Ενεργ.) παράγω καρπούς, καρποφορώ:
    • (Πικατ. 405
    • (μεταφ.):
      • τον κόπον που καρπεί μισά και τον αφήνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [912]).
  • II. (Μέσ.) απολαμβάνω:
    • τοσούτων γαρ των αγαθών παρ’ αυτού εκαρπούτο (Διγ. Gr. 3354).

[αρχ. καρπόω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρπώνομαι [karpónome] Ρ1β : εκμεταλλεύομαι το κέρδος, απολαμβάνω την ωφέλεια από κτ.: Εμείς δουλέψαμε τόσα χρόνια και τώρα άλλοι καρπώνονται τους κόπους μας. Aυτός καρπώθηκε το μεγαλύτερο μερίδιο. Aπό αυτή τη διεθνή σύμβαση η χώρα μας θα καρπωθεί πολλά οφέλη.

[λόγ. < αρχ. καρπ(οῦμαι) -ώνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
καρπώνομαι.
  • (Μεταφ.) απολαμβάνω κ. ως καρπό έργων:
    • αυτόν (ενν. τον Χριστόν) προσκυνήσωμεν, ευθύς να καρπωθώμεν και του αγίου Πνεύματος την χάριν (Φυσιολ. (Legr.) 152).

[<καρπώ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάρπωση η [kárposi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καρπώνομαι.

[λόγ. < αρχ. κάρπω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες