Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρποσυλλογή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρποσυλλογή η [karposilojí] Ο29 : (επιστ.) η ασχολία του καρποσυλλέκτη.

[λόγ. καρπο- + συλλογή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες