Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρποσυλλέκτης ο [karposiléktis] Ο10 : (επιστ.) ο άνθρωπος που συλλέγει καρπούς για να εξασφαλίσει τη διατροφή του: Ο άνθρωπος στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του ήταν κυνηγός και ~.
[λόγ. καρπο- + συλλέκτης]