Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρποσυλλέκτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρποσυλλέκτης ο [karposiléktis] Ο10 : (επιστ.) ο άνθρωπος που συλλέγει καρπούς για να εξασφαλίσει τη διατροφή του: Ο άνθρωπος στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του ήταν κυνηγός και ~.

[λόγ. καρπο- + συλλέκτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες