Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καρποδότης ο.
-
- Αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών:
- ο Νείλος … άφθονος καρποδότης υπάρχει (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2225).
[<ουσ. καρπός + δότης. Η λ. τον 4. αι.]
- Αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών: