Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρποβλαστώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρποβλαστώ.
  • Κάνω κ. να καρποφορήσει:
    • εκαρποβλάστησε (ενν. το πνεύμα) την γην πάσα λογής χορτάρι (Πικατ. 406).

[<καρπώ + βλαστώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες