Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρποβάλσαμον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρποβάλσαμον το.
  • Ο καρπός του φυτού βάλσαμον:
    • (Ιερακοσ. 3914).

[μτγν. ουσ. καρποβάλσαμον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες