Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρπέτα η [karpéta] Ο25 & καρπέτο το [karpéto] Ο39 : είδος χαλιού χωρίς χνούδι.
[γαλλ. carpett(e) -α < αγγλ. carpet· μεταπλ. σε ουδ. κατά το χαλί]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρπέτα η.
-
- Μακρύ γυναικείο φόρεμα που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, φούστα:
- (Φορτουν. Ε´ 8).
[<βεν. carpeta. Η λ. στο Somav. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Μακρύ γυναικείο φόρεμα που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, φούστα:



