Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρναβάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρναβάς ο.
  • Κάλυμμα του κεφαλιού των κατώτερων κληρικών:
    • (Ζήν. Β´ 279).

[άγν. ετυμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες