Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρνέ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρνέ το [karné] Ο (άκλ.) : 1. είδος μικρού τετραδίου της τσέπης για πρόχειρες σημειώσεις, όπως π.χ. για αριθμούς τηλεφώνου, διευθύνσεις, ραντεβού κτλ.· σημειωματάριο· (πρβ. ατζέντα, μπλοκ). 2. ~ επιταγών / εισιτηρίων κτλ., σύνολο από επιταγές, εισιτήρια κτλ., ενωμένα στη μία άκ ρη, έτσι ώστε καθένα από τα δελτία αυτά να αποχωρίζεται εύκολα, όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί· μπλοκ.

[λόγ. < γαλλ. carnet]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go