Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρκινοφοβία η [karkinofovía] Ο25 : παθολογικός φόβος που αισθάνεται κάποιος για τον καρκίνο, φόβος μήπως προσβληθεί ή μήπως έχει προσβληθεί.
[λόγ. καρκίν(ος) 1 -ο- + -φοβία μτφρδ. νλατ. cancerophobia]



