Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρκινολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρκινολογικός -ή -ό [karkinolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καρκινολογία ή με τον καρκινολόγο: Kαρκινολογικές μελέτες. Kαρκινολογικό συνέδριο. Kαρκινολογική εταιρεία.

[λόγ. καρκινολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go