Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρκινοειδής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρκινοειδής -ής -ές [karkinoiδís] Ε10 : που μοιάζει με καρκίνο 2. || (ως ουσ.) τα καρκινοειδή, ομοταξία υδρόβιων αρθροπόδων, στην οποία ανήκουν τα καβούρια, οι αστακοί, οι γαρίδες κτλ.

[λόγ. < αρχ. καρκινοειδής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go