Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καριόκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καριόκα η [karjóka] Ο25 : είδος μικρού γλυκίσματος με σοκολάτα και καρύδια ή αμύγδαλα.

[ισπαν. ή πορτογαλ. carioca]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες