Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καριερίστας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καριερίστας ο [karjerístas] Ο3 θηλ. καριερίστα [karjerísta] Ο25α : (μειωτ.) αυτός που επιδιώκει με κάθε τρόπο να πετύχει στην καριέρα του.

[ιταλ. carrierista -ς· καριερ(ίστας) -ίστα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go