Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καριά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καρία τα,
βλ. καρίν.
[Λεξικό Κριαρά]
καριά η.
  • Φορτίο κάρου·
    • (εδώ για δήλ. πλησμονής):
      • Aυτό το θηλυκόν είναι μία καριά γεμάτη δόλους (Mπερτόλδος 19 (έκδ. κά‑)).

[<ουσ. κάρο + κατάλ. ιά. H λ. και σήμ. λαϊκ. (Δημ., ρρ‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες