Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρεκλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρεκλιά η [kareklá] Ο24 : (οικ.) χτύπημα με καρέκλα: Έφαγε μια ~.

[καρέκλ(α) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες