Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρδιοχτυπώ [karδjoxtipó] & -άω Ρ10.1α : αισθάνομαι μεγάλη ανησυχία ή αγωνία για κπ. ή για κτ.: H μάνα καρδιοχτυπάει κάθε μέρα για το παιδί της. Περίμενε τα αποτελέσματα καρδιοχτυπώντας.
[καρδιοχτύπ(ι) -ώ]



