Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρδιογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιογράφος ο [karδioγráfos] Ο18 : συσκευή με την οποία γίνονται τα καρδιογραφήματα· ηλεκτροκαρδιογράφος.

[λόγ. < γαλλ. cardiographe < cardio- = καρδιο- + -graph = -γράφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go