Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιο
47 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιο- [karδio] ή [karδjo] (στη σημ. 2β) & καρδιό- [karδió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & καρδι- [karδi], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό: 1α. (ιατρ.) αναφέρεται στην καρδιά ως όργανο κυκλοφορίας του αίματος του ανθρώπινου σώματος: καρδιαλγία, ~γράφος, ~γράφημα, ~πτωσία, ~τομία· ~χειρούργος. β. αναφέρεται στο σχήμα της καρδιάς: καρδιόσχημος, καρδιόσωμος. 2α. αναφέρεται στην καρδιά ως κέντρο των συναισθημάτων ή του ψυχικού κόσμου: ~γνώστης, ~κατακτητής. β. σε σύνθετα ρήματα: ~μαραίνω, ~χτυπώ, ~φλογίζω. || ~χτύπι. 3. στην κοινή ονομασία ζώων ή φυτών: καρδιόχορτο.

[1, 2α: λόγ. < αρχ. καρδι(ο)- θ. του ουσ. καρδί(α) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. καρδι-αλγῶ `υποφέρω από κάψιμο στην καρδιά΄, ελνστ. καρδιο-γνώστης & διεθ. cardi(o)- < αρχ. καρδι(ο)-: καρδιο-γραφία < γαλλ. cardiographie· 2β, 3: αρχ. καρδι(ο)-]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιοανασπάστης ο.
  • Αυτός που βγάζει, ξεριζώνει την καρδιά·
    • (μεταφ.):
      • έρωτας καρδιανασπάστης (Διγ. Άνδρ. 31537).

[<ουσ. καρδία + *ανασπάστης <ανασπώ]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιοαναστέναγμα το.
  • Αναστεναγμός βαθύς:
    • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 17).

[<ουσ. καρδία + αναστέναγμα]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιοβρασία η.
  • Αναβρασμός της καρδιάς, χτυποκάρδι:
    • (Λίβ. Sc. 549).

[<ουσ. καρδιά + αόρ. του βράζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιογνώστης ο [karδioγnóstis] Ο10 θηλ. καρδιογνώστρια [karδioγnó stria] Ο27 : ποιητικός χαρακτηρισμός αυτού που έχει την ικανότητα να μαντεύει τις πιο μύχιες σκέψεις των ανθρώπων. || (ως επίθ.): Ο ~ Θεός.

[λόγ. < ελνστ. καρδιογνώστης· λόγ. καρδιογνώσ(της) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιογνώστης ο.
  • Αυτός που γνωρίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1230).

[μτγν. ουσ. καρδιογνώστης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιογράφημα το [karδioγráfima] Ο49 : γραφική απεικόνιση των ρευμάτων που δημιουργούνται κατά την καρδιακή λειτουργία, με σκοπό τη διάγνωση των παθήσεων του μυοκαρδίου και των διαταραχών του καρδιακού ρυθμού· ηλεκτροκαρδιογράφημα.

[λόγ. < διεθ. cardio- = καρδιο- + -gram = -γράφημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιογραφία η [karδioγrafía] Ο25 : ηλεκτροδιαγνωστική μέθοδος ελέγχου της λειτουργίας της καρδιάς.

[λόγ. < γαλλ. cardiographie < cardio- = καρδιο- + -graphie = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρδιογράφος ο [karδioγráfos] Ο18 : συσκευή με την οποία γίνονται τα καρδιογραφήματα· ηλεκτροκαρδιογράφος.

[λόγ. < γαλλ. cardiographe < cardio- = καρδιο- + -graph = -γράφος]

[Λεξικό Κριαρά]
καρδιοδαγκάνω· καρδιοδακάνω.
  • Δαγκώνω δυνατά κάπ.:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 751).

[<ουσ. καρδία + δαγκάνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες