Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρδιακώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρδιακώς, επίρρ.
  • (Προκ. για συναίσθημα) βαθύτατα:
    • καρδιακώς επόνουν (Ερμον. Φ 42).

[μτγν. επίρρ. καρδιακώς (L‑S)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες