Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καργάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καργάρω [karγáro] Ρ6α μππ. καργαρισμένος : (οικ.) 1. γεμίζω ή φορτώνω κτ. υπερβολικά, το παραγεμίζω ή το παραφορτώνω: Tα αμπάρια ήταν καργαρισμένα απ΄ το φορτίο. 2. σφίγγω ή τεντώνω κτ. πολύ, το τεζάρω: Nα καργάρεις το παξιμάδι, για να μη λασκάρει η βίδα. || (ναυτ.) ~ τα κουπιά, τα τραβώ με όλη μου τη δύναμη.

[βεν. cargar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες