Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρβουνιάρικο το [karvunáriko] Ο41 : 1. (οικ.) μαγαζί που πουλάει κάρβουνα· καρβουνάδικο. 2. (ναυτ.) φορτηγό πλοίο κατάλληλο για να μεταφέρει κάρβουνα.
[καρβουνιάρ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]



