Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καρβουνιάρης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρβουνιάρης ο [karvunáris] Ο11 θηλ. καρβουνιάρισσα [karvunárisa] Ο27 : (οικ.) 1α. επαγγελματίας που φτιάχνει κάρβουνα από ξύλα ή που πουλάει κάρβουνα: Mαύρος / βρόμικος σαν ~. || (θηλ.) και για τη γυναίκα του καρβουνιάρη. β. θερμαστής. 2. τρένο που κινούνταν με κάρβουνο. || (ειρ.) αργοκίνητο τρένο που κινείται με ατμομηχανή.

[μσν. καρβουνιάρης < κάρβουν(ο) -ιάρης· καρβουνιάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
καρβουνιάρης ο,
βλ. καρβουνάρης.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go