Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρβουνέμπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρβουνέμπορος ο [karvunémboros] Ο19 & καρβουνέμπορας [karvuné mboras] Ο5 : ο έμπορος που αγοράζει και πουλάει σε μεγάλες ποσότητες κάρβουνο· ανθρακέμπορος.

[λόγ. κάρβουν(ον) + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες