Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρβασαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καρβασαράς ο.
  • Ξενώνας όπου στάθμευαν καραβάνια:
    • έκαμεν έναν καλόν καρβασαράν διά τους ξένους και διαβάτες (Συναδ. φ. 50r).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 3373).

[<τουρκ. rvansaray]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες