Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καραούλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραούλι το [karaúli] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1α. σκοπιά, φρουρά: Ήταν στο ~ δέκα μερόνυχτα. (έκφρ.) φυλάω ~: Φύλαγαν διπλά καραούλια. || (επέκτ.) παραμονεύω, καραδοκώ. β. παρατηρητήριο: Στήσανε καραούλια στα ψηλώματα. || (οικ.) καθένα από τα σημεία από όπου γίνεται η επιτήρηση των δασών. γ. ενέδρα, συνήθ. στην έκφραση στήνω ~. 2. σκοπός, φρουρός: Tα μάτια σου τέσσερα στο ~.

[τουρκ. karavul (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go