Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καραμπογιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραμπογιά η [karabojá] Ο24 : (παρωχ. ή ειρ., πειραχτικά) 1. μαύρη βα φή: Έβαψε τα μαλλιά του με ~. 2. (ως επίθ.) κατάμαυρος: Tο μουστάκι του είναι ~.

[καρα- + μπογιά (πρβ. τουρκ. karaboya `θειικό οξύ΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go