Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραμελέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραμελέ [karamelé] Ε (άκλ.) : είδος κρέμας που ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι καραμελωμένης ζάχαρης: Kρέμα ~. || (ως ουσ.) η καραμελέ, κρέμα καραμελέ.

[καραμέλ(α) -έ (γαλλ. crème caramel `καραμέλα΄, caramélé `με άρωμα ή χρώμα καραμέλας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες