Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβοτσάκισμα το [karavotsákizma] Ο49 : (οικ.) 1α. συντριβή καραβιού σε βράχους. β. μεγάλη ταλαιπωρία σε ταξίδι, συνήθ. με καράβι. 2. (μτφ.) μεγάλη δυστυχία και αποτυχία στη ζωή.
[καραβοτσακισ- (καραβοτσακίζομαι) -μα]



