Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καράφλας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καράφλας ο [karáflas] Ο3 : (ειρ., μειωτ.) χαρακτηρισμός φαλακρού ανθρώπου· φαλάκρας.

[καράφλ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες