Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καράτε
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καράτε το [karáte] Ο (άκλ.) : είδος ιαπωνικής πάλης για αυτοάμυνα, που βασίζεται στο ζίου ζίτσου και στην οποία επιτρέπονται χτυπήματα με τα χέρια και με τα πόδια· (πρβ. τζούντο).

[αγγλ. karate (από τα ιαπων., αρχική σημ.: `άδειο χέρι΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρατερίστας ο [karaterístas] Ο3 θηλ. καρατερίστα [karaterísta] Ο25 : ηθοποιός που ενσαρκώνει χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων, με τρόπο παραστατικό και ρεαλιστικό.

[ιταλ. caratterista -ς· καρατερ(ίστας) -ίστα ή απευθείας ιταλ. caratterista (θηλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες