Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καράς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καράς ο [karás] Ο1 : (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με μαύρο τρίχωμα. ΦΡ αυτά είπε ο ~ και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, ειρωνικά, για κπ. που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, γιατί πέθανε.

[τουρκ. kara `μαύρος΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go