Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καράνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καράνος ο.
  • Αμαρτωλός που βρίσκεται σε κατάσταση μετάνοιας:
    • (Προδρ. I 257).

[<σλαβ. karan]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες