Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καράγιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καράγιος ο.
  • Mάγος:
    • κουτρουλούς καραγίους (Παράφρ. Xων. 485 (έκδ. κω‑)).

[<μεσν. λατ. caragius. H λ. στο Du Cange]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες