Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπούλι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπούλι το [kapúli] Ο44 : 1. (οικ., κυρ. πληθ.) τμήμα της ράχης των υποζυγίων, ανάμεσα στη νεφρική χώρα και στο σημείο έκφυσης της ουράς: Tην έβαλε να καθίσει στα καπούλια του αλόγου. Έδωσε του αλόγου του μια στα καπούλια, για να τρέξει. 2. (ειρ., οικ.) προτεταμένα και κατά συνέπεια αντιαισθητικά οπίσθια του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του γυναικείου: Περπατάει και κουνάει τα καπούλια της.

[μσν. καπούλι(ο)ν υποκορ. του κάπουλα < *σκάπουλα (αποβ. του σ- από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. [tis-ska > tiska > tis-ka) < πληθ. *σκάπουλαι < λατ. scapulae `ωμοπλάτη ανθρώπου ή ζώου΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καπούλι(ο)ν το.
  • (Εν. και πληθ.) τα νώτα των μεγάλων τετραπόδων, ιδ. των υποζυγίων (εδώ του αλόγου):
    • πρασινορόδινον βλαττίν είχεν εις το καπούλιν (Διγ. Z 1523· Ερωτόκρ. Β´ 299).

[<ουσ. καπούλα + κατάλ. ι(ο)ν. Η λ. το 10. αι. και σήμ. στον πληθ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καπουλίζω.
  • «Καβαλικεύω» (προκ. για ερωτική μίξη):
    • (Συναξ. γυν. 816).

[<ουσ. καπούλι(ο)ν + κατάλ. ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καπουλική η.
  • Το επάγγελμα του αχθοφόρου:
    • αν έμαθα καπουλικήν και σηκωτής αν ήμουν (Προδρ. III 157-1 χφ P κριτ. υπ).

[θηλ. του επιθ. *καπουλικός ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες