Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπουτσίνο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπουτσίνο ο [kaputsíno] & καπουτσίνο το [kaputsíno] Ο (άκλ.) : είδος καφέ εσπρέσο στον οποίο προσθέτουν κρέμα γάλακτος ή ζεστό γάλα και συχνά και κανέλα.

[ιταλ. cappuccino (από την ομοιότητα του χρώματος με το καπουτσίνος 1) και αρσ. κατά το καφές]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπουτσίνος 1 ο [kaputsínos] Ο18 : καθολικός μοναχός που ανήκει στο ομώνυμο τάγμα.

[ιταλ. cappuccino ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπουτσίνος 2 ο : είδος πιθήκου.

[λόγ. < καπουτσίνος 1 σημδ. αγγλ. capu chin (< cappuccino), επειδή η κόμη του μοιάζει με κουκούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπουτσίνος 3 ο : είδος φυτού που τα λουλούδια του μοιάζουν με χωνάκια· καπουτσίνι.

[ιταλ. cappuccino (υποκορ. του cappuccio `κουκούλα΄) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες