Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καποτεσινός, επίθ.
-
- Που ανήκει στο παρελθόν, παλιός:
- ο φίλος του ο καποτεσινός του (Pιμ. Aπολλων. [1071]).
[<επίρρ. κάποτες + κατάλ. ‑ινός. H λ. στο Du Cange (‑τέσυ‑)]
- Που ανήκει στο παρελθόν, παλιός: