Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καπνοφυτεία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπνοφυτεία η [kapnofitía] Ο25 : μεγάλη έκταση καλλιεργημένη με καπνά.

[λόγ. καπνο- 2 + φυτεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go