Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καπνιστός, επίθ.
-
- (Προκ. για φύλλα φυτού) ξεραμένος στον καπνό:
- μυρτιές … καπνιστές (Γεωργηλ., Θαν. 615).
[μτγν. επίθ. καπνιστός. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για φύλλα φυτού) ξεραμένος στον καπνό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνιστός -ή -ό [kapnistós] Ε1 : για τροφή διατηρημένη με τη μέθοδο του καπνίσματος: ~ σολωμός. Kαπνιστές ρέγγες. Kαπνιστό χοιρομέρι / τυρί.
[ελνστ. καπνιστός (πρβ. καπνίζω 1)]