Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπνιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπνιστής ο [kapnistís] Ο7 θηλ. καπνίστρια [kapnístria] Ο27 : αυτός που καπνίζει, κυρίως συστηματικά, τσιγάρο, πούρο ή πίπα: Είναι μανιώδης ~. Θέσεις για καπνιστές και για μη καπνιστές, σε αεροπλάνο, τρένο κτλ. Kατάστημα με είδη για καπνιστές.

[λόγ. καπνισ- (καπνίζω) 2 -τής· λόγ. καπνισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες