Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνιστήρι το [kapnistíri] Ο44 : συσκευή που παράγει καπνό και που χρησιμοποιείται κυρίως για το κάπνισμα των μελισσών ή των θηραμάτων.
[καπνισ- (καπνίζω) 1 -τήρι (πρβ. μσν. καπνιστήριον `θυμιατήρι΄, ελνστ. σημ.: `ατμόλουτρο΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνιστήριο το [kapnistírio] Ο40 : ειδικός χώρος για καπνιστές, σε θέατρα, κινηματογράφους και γενικά σε κλειστούς χώρους όπου συχνάζουν πολλοί άνθρωποι.
[λόγ. καπνισ- (καπνίζω) 2 -τήριον μτφρδ. γαλλ. fumoir, salon à fumer (διαφ. το ελνστ. καπνιστήριον `ατμόλουτρο΄, μσν. σημ.: `θυμιατήρι΄)]



