Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπνεργάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπνεργάτης ο [kapnerγátis] Ο10 θηλ. καπνεργάτρια [kapnerγátria] Ο27 : εργάτης που ασχολείται με την κατεργασία των καπνών.

[λόγ. καπν(ο)- 2 + εργάτης· λόγ. καπνεργά(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες