Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπνίλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπνίλα η [kapníla] Ο25α : 1. η δυσάρεστη οσμή που αναδίδει ο καπνός: Mύρισε ~ το δωμάτιο / όλο το σπίτι από τα τσιγάρα / από το τζάκι. 2. καπνιά.

[καπν(ός) 1 -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες