Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καπνέμπορος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπνέμπορος ο [kapnémboros] Ο20α & καπνέμπορας ο [kapnémboras] Ο5 : έμπορος καπνών.

[λόγ. καπν(ο)- 2 + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go